μονόματος

μονόματος
η , ο одноглазый, кривой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μονόματος" в других словарях:

  • μονόματος — η, ο 1. μονόφθαλμος 2. (για φυτό) αυτό τού οποίου έχει απομείνει μόνο ένα μάτι μετά το κλάδεμα …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονομάτης — ο 1. μονόφθαλμος, μονόματος, αυτός που έχει εκ φύσεως έναν μόνο οφθαλμό, όπως οι Κύκλωπες 2. αυτός που έχασε το ένα μάτι, ο τυφλός κατά το ένα μάτι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»